Η Λίμνη Βουλιαγμένη βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του Νομού Αττικής και ανήκει στον Δήμο Βούλας- Βάρης–Βούλας–Βουλιαγμένης (Διοικητική Διαίρεση Καλλικράτη). Δημιουργήθηκε πριν από περίπου 2000 έτη μετά την κατάρρευση ενός μεγάλου σπηλαίου. Η επιφάνειά της έχει έκταση περίπου 21 στρ. (Επιστημονική Οριοθέτηση ΕΚΒΥ, 2017). Η Βουλιαγμένη είναι καρστική παράκτια υφάλμυρη λίμνη με λιμνοθαλασσιακό χαράκτηρα η οποία τροφοδοτείται από υπόγειες πηγές. Ο υφάλμυρος χαρακτήρας των νερών προέρχεται κυρίως από τη μύξη του θαλασσινού νερού που διηθείται από το ασβεστολιθικό τοίχωμα που απομονώνει τη λίμνη από την θάλασσα και την εισροή του γλυκού νερού. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 καταγράφηκε ένα νέο ενδημικό είδος το Paranemonia vouliagmeniensis, μια θαλάσσια ανεμώνη μικρών διαστάσεων το οποίο πλέον έχει χαρακτηριστεί ως κινδυνεύων είδος σύμφωνα με τα κριτήρια της IUCN καθώς ο πληθυσμός του έχει περιοριστεί σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50% του αρχικού. Η Λίμνη Βουλιαγμένης συγκαταλέγεται στις αναγνωρισμένες ιαματικές πηγές της Ελλάδας από την Ειδική Επιτροπή Προστασίας Φυσικών Ιαματικών Πόρων. Η λίμνη αποτελεί τμήμα ευρύτερης περιοχής που έχει ενταχθεί στο Δίκτυο Natura 2000 ως Ειδική Ζώνη Διατήρησης (GR3000006 “Υμηττός-Αισθητικό Δάσος Καισαριανής-Λίμνη Βουλιαγμένη”) σύμφωνα με την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ. Το έτος 2003 χαρακτηρίσθηκε ως ""Διατηρητέο Μνημείο της Φύσης"" και καθορίστηκαν ζώνες προστασίας (ΦΕΚ 51/Δ/4-2-2003). Επίσης, στην παραλιακή ζώνη της Αττικής από τον Φαληρικό Όρμο μέχρι την Αγία Μαρίνα Κρωπίας καθορίσθηκαν, το έτος 2004, ζώνες προστασίας, χρήσεις γης και όροι και περιορισμοί δόμησης (ΦΕΚ 254/Δ/5-3-2004). Η λίμνη περιλαμβάνεται επίσης στο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο Δήμου Βουλιαγμένης (Φ.Ε.Κ. 1129/Δ/24-12-1997).
Η Λίμνη Βουλιαγμένης βάσει του νέου ΡΣΑ (Φ.Ε.Κ. 156/Α/1-8-2014) εντάσσεται στο ειδικό πρόγραμμα, ως Β' Προτεραιότητας, για οριοθέτηση, εκπόνηση μελετών, χρηματοδότηση δράσεων και έργων προστασίας, αποκατάστασης, ανάδειξης και διαχείρισης. Εκκρεμεί η θεσμική οριοθέτηση της Λίμνης Βουλιαγμένης σύμφωνα με όσα ορίζονται στο νόμο περί βιοποικιλότητας (Ν 3937/2011 άρθρα 13 και 20).
|